Ζούμε τις τελευταίες μέρες την ένταση ενός γεγονότος διαρκείας, όπου περιγράφεται το φαινόμενο της εμπορευματοποίησης του εγκλήματος μέσα από την ιστορία μιας καθ ομολογίαν δολοφόνου, η οποία μετατράπηκε σε τηλεοπτικό προϊόν με χρηματική αξία. Πρόκειται για ένα σκοτεινό κοινωνικό θέατρο, όπου όλοι οι πρωταγωνιστές – από τη δολοφόνο μέχρι τους δημοσιογράφους και τις εκπομπές – μπλέκονται σ’ έναν ηθικά σαθρό χορό εξουσίας, νάρκισσου, θεάματος και συμφέροντος.
Ας δούμε πώς μπορούμε να φωτίσουμε αυτό το φαινόμενο με τα εργαλεία της φιλοσοφίας, ειδικά του Νίτσε και του Σαρτρ, εστιάζοντας στο ηθικό του περιεχόμενο και την υπαρξιακή του αλήθεια.
Ηθική χωρίς αλήθεια: Ο Νίτσε και η ανάδυση του θεάματος
Ο Νίτσε, στον Γενεαλογία της Ηθικής, μας μιλά για το πώς η ηθική αναδύεται όχι ως αιώνια αλήθεια, αλλά ως έκφραση σχέσεων εξουσίας. Ορίζοντας δύο τύπους ηθικής – τη “ηθική των δούλων” και τη “ηθική των κυρίων” – περιγράφει πώς οι αδύναμοι κατασκευάζουν αφηγήματα αρετής και ενοχής για να ελέγξουν τους ισχυρούς.
Στο φαινόμενο Μουρτζούκου, βλέπουμε ένα ειρωνικό γύρισμα αυτής της σχέσης. Η εγκληματίας – ο ηθικά “δούλος” – αποκτά εξουσία χάρη στην τηλεοπτική προβολή. Οι ισχυροί του τηλεθεάματος – δημοσιογράφοι, παραγωγοί, κανάλια – υποκύπτουν στην ανάγκη για “νούμερα” και της προσφέρουν χρήμα, βήμα και σκηνή. Η τηλεόραση δεν “τιμωρεί” το έγκλημα· το καταναλώνει. Το “κακό” γίνεται εμπορεύσιμο.
Ο Νίτσε θα έβλεπε εδώ μια κοινωνία παρακμής, όπου δεν υπάρχει πλέον αξία, παρά μόνο η αξία της θέασης. Δεν είναι η “αλήθεια” που θριαμβεύει, αλλά η ζήτηση. Κι έτσι, η δολοφόνος γίνεται υπεράνθρωπος του θεάματος, όχι επειδή ξεπέρασε τον εαυτό της, αλλά επειδή δεν έχει πια εαυτό – μόνο ρόλους να υποδύεται.
Ελευθερία χωρίς ευθύνη: Ο Σαρτρ και η κακή πίστη
Ο Σαρτρ, στην υπαρξιστική του ηθική, υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Δεν υπάρχει προκαθορισμένο “καλό” ή “κακό” – μόνο επιλογές, που οφείλουμε να τις αναλαμβάνουμε ως δικές μας. Αυτό σημαίνει ευθύνη για κάθε μας πράξη, κάθε μας ρόλο.
Όμως τι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος κρύβεται πίσω από τους ρόλους, πίσω από «τη δημοσιογραφία», «την ανάγκη της δουλειάς», «την απαίτηση του κοινού»; Τότε έχουμε κακή πίστη (mauvaise foi): μια μορφή αυταπάτης, όπου ο άνθρωπος αρνείται την ελευθερία του και τη μετατρέπει σε ρόλο που παίζει.
Οι δημοσιογράφοι που «αναγκάστηκαν» να πληρώσουν για την αποκλειστικότητα, οι παραγωγοί που «έκαναν το καθήκον τους» απέναντι στα νούμερα, ακόμα και το κοινό που «απλώς παρακολουθούσε» – όλοι συμμετέχουν σ’ αυτό το έργο με κακή πίστη. Όλοι “αθώοι”, γιατί όλοι παίζουν τους ρόλους τους. Και στο τέλος κανείς δεν φταίει, μόνο το θέαμα συνεχίζεται.
Μια ηθική της ανευθυνότητας
Αυτό που αποκαλύπτεται στο κείμενο δεν είναι απλώς ένα πρόσωπο – είναι ένα σύστημα ηθικής χωρίς ηθική, όπου:
-
η αλήθεια μετριέται σε προβολές και pay-per-appearance,
-
η εξιλέωση αγοράζεται με διαμονή και φαγητό,
-
η ευθύνη αντικαθίσταται από το “κάποιος άλλος θα την έβγαζε έτσι κι αλλιώς”.
Ο Νίτσε θα έλεγε: εδώ κυριαρχεί ο μηδενισμός – καμία αξία δεν είναι αληθινή, εκτός αν έχει τηλεθέαση.
Ο Σαρτρ θα πρόσθετε: εδώ όλοι προδίδουν την ελευθερία τους – προτιμούν να είναι “δημοσιογράφοι”, “καλεσμένοι”, “παρουσιαστές”, παρά ελεύθερα και υπεύθυνα υποκείμενα.
Επίλογος: Ποιος είναι το κοινό;
Το πιο ανατριχιαστικό στοιχείο σε αυτή την “παράσταση Μουρτζούκου” είναι ότι παίζεται μπροστά μας. Και το ερώτημα δεν είναι μόνο ποιοι τη φιλοξενούν, αλλά ποιοι την παρακολουθούν. Ποιοι “πληρώνουν εισιτήριο”.
Όπως θα έλεγε ο Νίτσε: Αν κοιτάς πολύ ώρα την άβυσσο, η άβυσσος αρχίζει να κοιτάζει εσένα.
Και όπως θα έλεγε ο Σαρτρ: Δεν υπάρχει κόλαση – εμείς είμαστε η κόλαση ο ένας για τον άλλον.
Η ηθική της τηλεθέασης δεν έχει κώδικα – έχει νούμερα. Και τα νούμερα, σε αντίθεση με τις πράξεις, δεν έχουν συνείδηση.